παρειάς — παρειά̱ς , παρειά cheek fem acc pl παρειάς bandage for the cheek fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρείας — και παρούας και πάρωος, ὁ Α 1. ο πορείας όφις, σταχτοκόκκινο ιερό φίδι τού Ασκληπιού 2. (ενν. ίππος) καστανόχρωμο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειαί. Το ερπετό ονομάστηκε έτσι λόγω τής μεγάλης γνάθου του. Ο τ. παρούας έχει προέλθει από επίδραση τής λ.… … Dictionary of Greek
παρειάς — ἡ, Α [παρειά] 1. επίδεσμος για το μάγουλο 2. παρειά … Dictionary of Greek
παρειᾶς — παρειά cheek fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρείας — Παρείᾱς , Πάρεια fem acc pl Παρείᾱς , Πάρεια fem gen sg (attic doric aeolic) Παρείᾱς , Παρείη fem acc pl Παρείᾱς , Παρείη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεῖα — παρείας reddish brown snake masc voc sg παρείας reddish brown snake masc nom sg (epic) παρείης masc voc sg παρείης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρειάδα — παρειάς bandage for the cheek fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρειάδες — παρειάς bandage for the cheek fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρειάδι — παρειάς bandage for the cheek fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρειάδος — παρειάς bandage for the cheek fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)