παρείας

παρείας
παρείᾱς , παρείας
reddish-brown snake
masc acc pl
παρείᾱς , παρείας
reddish-brown snake
masc nom sg (attic epic doric aeolic)
παρείᾱς , παρείης
masc acc pl
παρείᾱς , παρείης
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρειάς — παρειά̱ς , παρειά cheek fem acc pl παρειάς bandage for the cheek fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρείας — και παρούας και πάρωος, ὁ Α 1. ο πορείας όφις, σταχτοκόκκινο ιερό φίδι τού Ασκληπιού 2. (ενν. ίππος) καστανόχρωμο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειαί. Το ερπετό ονομάστηκε έτσι λόγω τής μεγάλης γνάθου του. Ο τ. παρούας έχει προέλθει από επίδραση τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • παρειάς — ἡ, Α [παρειά] 1. επίδεσμος για το μάγουλο 2. παρειά …   Dictionary of Greek

  • παρειᾶς — παρειά cheek fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρείας — Παρείᾱς , Πάρεια fem acc pl Παρείᾱς , Πάρεια fem gen sg (attic doric aeolic) Παρείᾱς , Παρείη fem acc pl Παρείᾱς , Παρείη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεῖα — παρείας reddish brown snake masc voc sg παρείας reddish brown snake masc nom sg (epic) παρείης masc voc sg παρείης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρειάδα — παρειάς bandage for the cheek fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρειάδες — παρειάς bandage for the cheek fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρειάδι — παρειάς bandage for the cheek fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρειάδος — παρειάς bandage for the cheek fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”